- τροχός
- Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του.
Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα στον ερευνητή, που θα ήθελε να καθορίσει χρονολογίες, έστω και κατά προσέγγιση. Οπωσδήποτε, θεωρείται βέβαιο ότι οι πρώτοι σταθεροί τ. (τ. αγγειοπλαστών) και τα πρώτα οχήματα με τ. χρησιμοποιήθηκαν στη Μεσοποταμία γύρω στην 4η χιλιετία π.Χ. Στην πόλη Ουρ βρέθηκε η άμαξα των αιλούρων, το αρχαιότερο ανάγλυφο όπου εμφανίζεται τ. Οι πρώτοι αυτοί τ. ήταν κατασκευασμένοι από τους 3 ξύλινους τομείς, που ενώνονταν με χάλκινους γάντζους ή τους συγκρατούσαν μετάλλινα ή δερμάτινα καρφωμένα στεφάνια. Γύρω στα 2000 π.Χ. αντικαταστάθηκαν από τους τελειότερους τ. με ακτίνες, όπως μαρτυρούν πήλινα πρότυπα που βρέθηκαν στη Μεσοποταμία, στην Τουρκία και την Περσία. Ο τύπος αυτός διαδόθηκε και στη Συρία, στην Αίγυπτο και στην Κρήτη γύρω στο 1500 π.Χ., ενώ η εμφάνισή του στην Κίνα χρονολογείται γύρω στα 1300 π.Χ.
Στην Ευρώπη, εμφανίζεται η χρήση του τ. με 4 ακτίνες κατά τη νεότερη περίοδο της εποχής του χαλκού και όταν άρχιζε η εποχή του σιδήρου, ήταν κοινή σε όλες τις βόρειες και δυτικές περιοχές. Το στεφάνι των πρώτων τ. με ακτίνες γινόταν με ένα κομμάτι ξύλο, που το λύγιζαν στη φωτιά, ώστε να σχηματιστεί κύκλος.
Τα αιγυπτιακά άρματα των αρχαίων Θηβών (1500 π.Χ.) είχαν στεφάνια από μονοκόμματο ξύλο φράξου, στο οποίο στηρίζονταν οι ακτίνες, συνδεδεμένες με εγκοπές. Οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν ένα, έστω και στοιχειώδη, τριβέα (κουζινέτο) ανάμεσα στον άξονα και στη ζάντα, για να μετατρέψουν την πίεση περιστροφής. Για τον σκοπό αυτό έκαναν ένα αυλάκι στη ζάντα και τοποθετούσαν σε αυτό σφαιρίδια από σκληρό ξύλο, που περιστρέφονταν έτσι ανάμεσα στον άξονα και στη ζάντα. Όσο για τον υπόλοιπο κόσμο, ξέρουμε ότι η Κίνα, π.χ., είχε τ. αρκετά όμοιο και σύγχρονο με τον κελτικό και με περισσότερες ακτίνες. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στην αμερικανική ήπειρο, παρά την παρουσία δύο πολιτισμών, των Ίνκας και των Αζτέκων, η χρήση του τ. δεν ήταν γνωστή έως την ισπανική κατάκτηση.
Μετά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, άλλες τεχνολογικές τελειοποιήσεις έκαναν τον τ. κατάλληλο στην υδραυλική μηχανική και στην πολεμική. Αλλά μόνο μετά τη βιομηχανική επανάσταση ο τ., απαραίτητο όργανο για τη μεταβίβαση της κίνησης, έγινε αναπόσπαστο στοιχείο του νεότερου μηχανικού πολιτισμού.
Τροχός σύγχρονου αυτοκινήτου (φωτ. αντιπροσωπείας ΝΟΚΙΑΝ ΤΥRES).
Τροχός. Το ανάγλυφο αυτό από την Ουρ που χρονολογείται στο 2500, είναι ένα από τα αρχαιότερα μνημεία τον κόσμου, όπου εικονίζονται άρματα με τροχούς (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
* * *(I)ο, ΝΜΑ1. κυκλικός δίσκος που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από άξονα επιτρέποντας έτσι την κίνηση οχήματος επάνω του, κν. σήμερα ρόδα (α. «ο τροχός τού ποδηλάτου» β. «αὐτὸς δ' ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη», Ομ. Ιλ.)2. (κατ' επέκτ.) καθετί που έχει το σχήμα τού παραπάνω δίσκου, καθετί το στρογγυλό ή το στρογγυλεμένο («τροχός κηρού» — κυκλοτερής πλάκα από κερί μελισσών, τυπάρι, Ομ. Οδ.)3. όργανο βασανισμού σε παρόμοιο σχήμα, κατά την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα, στο οποίο έβρισκε τον θάνατο ο κατάδικος, αφού πρώτα τού έσπαζαν τα μέλη με σιδερένια ράβδονεοελλ.1. (μηχανολ.) όργανο κυκλικής μορφής που επιτρέπει τη μετάδοση κινήσεως είτε μέσω διαμορφωμένων στην περιφέρειά του οδόντων, όπως είναι ο οδοντωτός τροχός, είτε μέσω περιελιγμένου στην περιφέρειά του εύκαμπτου ατέρμονα ιμάντα, όπως είναι η τροχαλία2. ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων τών θερμών θαλασσών που ανήκει στην οικογένεια τροχίδες3. ιατρ. όργανο για τον καθαρισμό και τη λείανση τών δοντιών4. φρ. α) «τροχός τής τύχης»i) το σύμβολο τής αβεβαιότητας τού ανθρώπινου μέλλοντοςii) τίτλος διαφόρων τυχερών τηλεοπτικών παιχνιδιώνβ) «θα γυρίσει ο τροχός» — θα αλλάξει η τύχη προς το καλύτερογ) «λαδώνω τον τροχό» — δωροδοκώ κάποιον για να μού διεκπεραιώσει μια υπόθεσηδ) «ο πέμπτος τροχός τής αμάξης» — άτομο που ελάχιστα προσφέρει σε κάτιε) «κινητήριος τροχός»(αυτοκ.) τροχός που παίρνει την κίνησή του από τον κινητήρα μέσω κατάλληλου συστήματος αξόνων, εξασφαλίζοντας έτσι την κίνηση ολόκληρου τού οχήματοςστ) «βοηθητικός τροχός»(αυτοκ.) επιπρόσθετος τροχός προοριζόμενος να αντικαταστήσει άλλον που έχει υποστεί βλάβη, κν. ρεζέρβαζ) «οδοντωτός τροχός» — μεταλλικός τροχός με οδόντωση στην περιφέρειά τουη) «κωνικός τροχός»(μηχανολ.) τροχός τού οποίου οι οδόντες συνεργάζονται με τους οδόντες άλλου τροχού, σχηματίζοντας γωνία μεταξύ τουςθ) «υδραυλικός τροχός»τεχνολ. τροχός εφοδιασμένος με πτερύγια, ο οποίος μετατρέπει σε μηχανική ενέργεια την κινητική ενέργεια ρεύματος νερού που πέφτει επάνω τουι) «πτερυγιοφόρος τροχός» — τροχός που φέρει στην περιφέρειά του πτερύγιαια) «τροχός τριβής» — μηχανισμός μετάδοσης μικρής ισχύος, αποτελούμενος από δίσκο μεγάλης διαμέτρου ο οποίος είναι σφηνωμένος στο άκρο τής κινητήριας ατράκτου και παρασύρει σε περιστροφή τροχίσκο σφηνωμένον στην κάθετη προς την κινητήρια κινούμενη άτρακτοιβ) «ελεύθερος τροχός» — σύστημα που επιτρέπει σε κινητήριο όργανο να θέτει σε κίνηση έναν μηχανισμό, χωρίς να παρασύρεται σε κίνηση από αυτόν, όπως είναι λ.χ. το σύστημα τού ποδηλάτουιγ) «κεραμεικός τροχός» — το βασικό εργαλείο τού αγγειοπλάστη, το οποίο αποτελείται από περιστρεφόμενο δίσκο πάνω στον οποίο τοποθετείται ο πηλός ή άλλη πρώτη ύλη, που, καθώς περιστρέφεται, πλάθεται και με τα δύο χέρια και μορφοποιείταιαρχ.1. ο ηλιακός δίσκος2. ο κεραμεικός τροχός3. είδος καταποτίου με στρογγυλό σχήμα4. είδος κυκλοτερούς γλυκίσματος5. σπείρα ερπετού6. περιστρεφόμενος δίσκος ο οποίος χρησίμευε ως μηχανισμός απόκρουσης βλημάτων κατά τη διάρκεια πολιορκίας7. (κυρίως στο παιχνίδι τής κρικηλασίας) μεταλλική στεφάνη με πολλούς κρίκους που είχαν ελεύθερη κίνηση και ηχούσαν, όταν αυτή περιστρεφόταν με τη βοήθεια ράβδου η οποία είχε ξύλινη λαβή και κυρτό μεταλλικό άκρο8. κινητός κρίκος χαλινού9. κρίκος πρόσδεσης καραβόσχοινου10. κυκλοτερές περιτείχισμα, περίφραγμα οχυρώματος11. η τύχη12. ζώνη, τμήμα ξηράς ή θάλασσας13. ανεμοστρόβιλος14. θαλάσσιο ψάρι15. φρ. «τροχούς μιμοῡμαι» — κάμπτω το σώμα μου προς τα πίσω ώστε να λάβει κυκλοειδές σχήμα σαν τροχός (Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω* + κατάλ. -ός (πρβλ. τροπ-ός: τρέπω, τροφ-ός: τρέφω)].————————(II)-όν, Α1. ταχύς, γρήγορος2. στρογγυλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. τρέχω].
Dictionary of Greek. 2013.